κορνιζώνω

κορνιζώνω
κορνιζώνω και κορνιζάρω κορνίζωσα και κορνιζάρισα, κορνιζώθηκα και κορνιζαρίστηκα, κορνιζωμένος και κορνιζαρισμένος, τοποθετώ κάτι μέσα σε κορνίζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορνιζώνω — κορνιζώνω, κορνίζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορνιζώνω — και κορνιζάρω [κορνίζα] περιβάλλω κάτι με κορνίζα, με πλαίσιο, τοποθετώ ή εφαρμόζω κάτι μέσα σε πλαίσιο …   Dictionary of Greek

  • ακορνίζωτος — η, ο [κορνιζώνω] ο ακορνιζάριστος …   Dictionary of Greek

  • κορνίζωμα — το [κορνιζώνω] η τοποθέτηση φωτογραφίας, πίνακα ή διπλώματος σε κορνίζα …   Dictionary of Greek

  • κορνιζάρω — βλ. κορνιζώνω …   Dictionary of Greek

  • κορνιζάρω — κορνιζάρω, κορνιζάρισα βλ. πίν. 55 και πρβλ. κορνιζώνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”